ξαναγυρνώ

ξαναγυρνώ
ξαναγυρνάω см. ξαναγυρίζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ξαναγυρνώ" в других словарях:

  • ξαναγυρνώ — άω ξαναγυρίζω …   Dictionary of Greek

  • ξαναγυρίζω — και ξαναγυρνώ ξαναγύρισα 1. μτβ., γυρίζω, περιστρέφω κάτι άλλη μια φορά: Ξαναγύρισα τον τροχό. – Ξαναγύρισα την ανέμη. 2. αμτβ., γυρίζω πάλι, επιστρέφω, έρχομαι πίσω, επανέρχομαι: Τύχη που κλότσησες δεν ξαναγυρίζει (παροιμ.). 3. αντιστρέφω,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»